'βαρεία νοητική καθυστέρηση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : βαρέα μέταλλα
Αγγλικά : heavy metals
Α. αμνιοκέντηση
Σημασία : δειγματοληψία αμνιακού υγρού που γίνεται με παρακέντηση της αμνιακής κοιλότητας.
Ετυμολογία : λόγ. < αγγλ. amniocentesis < amnio- = άμνι(ον) -ο- + αρχ. κέντη(σις) `τσίμπημα, τρύπημα΄ -ση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αμνιοκέντηση, αμνιοπαρακέντηση, αμνιακή παρακέντηση
Σχετικά κείμενα
19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.49 δευτερόλεπτα