'ιατρικό λειτούργημα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ηλεκτρονικός ιατρικός φάκελος, ΗΙΦ, ηλεκτρονικός φάκελος υγείας, ΗΦΥ
Α. διόγκωση
Σημασία : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω. 1. αύξηση του όγκου ενός σώματος: H ~ της ζύμης. || πρήξιμο: H ~ της σπλήνας / των αδένων. 2. (μτφ.) α. αύξηση ενός ήδη μεγάλου ποσού: H ~ του εξωτερικού χρέους / της φοροδιαφυγής. β. μεγαλοποίηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. διόγκω(σις) -ση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διόγκωση/inflation
Σχετικά κείμενα
27 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα