Αναζήτηση / Search

  

 

'εκρίζωση'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : εκρίζωση
Αγγλικά : extirpation


Α. εκρίζωση

Σημασία : (λόγ.) η ενέργεια του εκριζώνω. α. ξερίζωμα φυτού. β. (μτφ.) βίαιη, ολοκληρωτική και οριστική απομάκρυνση· ξεριζωμός.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἐκρίζω(σις) -ση

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

εκρίζωση του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία