'μυκητίαση, μυκητιασική λοίμωξη, λοίμωξη από μύκητα, λοίμωξη από μύκητες'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : μυκητίαση, μυκητιασική λοίμωξη, λοίμωξη από μύκητα, λοίμωξη από μύκητες
Αγγλικά : mycosis, fungal infection
Α. μυκητίαση
Σημασία : (ιατρ.) γενική ονομασία παθήσεων, συνήθ. δερματικών, που οφείλονται σε μύκητες.
Ετυμολογία : λόγ. μυκητ- (δες μύκητας) + -ία(σις) -ση απόδ. νλατ. mycosis (< αρχ. μύκ(ης) -osis = -ωσις)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δερματική μυκητίαση, μυκητίαση του δέρματος
εν τω βάθει μυκητίαση
ευκαιριακή μυκητίαση
μυκητίαση του δέρματος, δερματική μυκητίαση, δερματομύκωση
οφθαλμική μυκητίαση, μυκητίαση του οφθαλμού, μυκητίαση των οφθαλμών
σπογγοειδής μυκητίαση
συστηματική μυκητίαση
υποδόρια μυκητίαση
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.39 δευτερόλεπτα