Αναζήτηση / Search

  

 

'υποδόριος ιστός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : υποδόρια ένεση


Α. οξείδωση

Σημασία : (χημ.) χημική αντίδραση κατά την οποία γίνεται αργή ένωση οξυγόνου με άτομα άλλου στοιχείου· (πρβ. βραδεία καύση): ~ του σιδήρου· (πρβ. σκούριασμα). || Bιολογική ~.

Ετυμολογία : λόγ. οξειδω- (δες οξειδώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. oxidation, oxydation

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

οξείδωση/oxidation



Σχετικά κείμενα

8 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.81 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία