Αναζήτηση / Search

  

 

'ρευστοποίηση'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ρευστοποίηση
Αγγλικά : liquidation


Α. ρευστοποίηση

Σημασία : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρευστοποιώ. 1. μετατροπή στερεάς ύλης σε ρευστή: ~ μετάλλου. 2. μετατρο πή περιουσιακού στοιχείου, εμπορεύματος κτλ. σε ρευστό χρήμα: ~ μετοχών / ακίνητης περιουσίας.

Ετυμολογία : λόγ. ρευστοποιη- (ρευστοποιώ) -σις > -ση

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ρευστοποίηση των βρογχικών εκκρίσεωνρευστοποίηση των ρινικών εκκρίσεων



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.25 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία