'γεννητικός κρημνός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ανδρικό γεννητικό όργανο
Α. στένωση
Σημασία : ελάττωση του πλάτους: ~ ενός σωλήνα. || (ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου ή του ανοίγματος ενός πόρου ή ενός στομίου στον ανθρώπινο οργανισμό: ~ της αορτής / του πυλωρού / των σαλπίγγων / των καρδιακών στομίων.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. στένω(σις) `στένεμα΄ -ση σημδ. γαλλ. rétrécissement
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
στένωση/stenosis
Σχετικά κείμενα
21 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.46 δευτερόλεπτα