Αναζήτηση / Search

  

 

'σεξουαλική ανεπάρκεια'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, ΣΜΝ
Αγγλικά : sexually transmitted disease, STD


Α. συμφόρηση

Σημασία : 1.(ιατρ.) παθολογική, απότομη και μεγάλη συσσώρευση αίματος σε αγγεία ενός οργάνου: Eγκεφαλική / πνευμονική ~. || (οικ.) εγκεφαλική αιμορραγία που προκαλείται από εγκεφαλική συμφόρηση: Έπαθε ~. Mη με συγχύζεις γιατί θα πάθω / θα μού ΄ρθει ~. 2. πολύ μεγάλη συγκέντρωση πραγμάτων ή ανθρώπων, που έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ελεύθερης μετακίνησής τους. ANT αποσυμφόρηση: H κίνηση χιλιάδων αυτοκινήτων τις πρωινές ώρες προκαλεί κυκλοφοριακή ~ στους κεντρικούς δρόμους.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. συμφόρη(σις) -ση `το να φέρεις κτ. μαζί΄, σημδ.: 1: γαλλ. congestion· 2: αγγλ. congestion

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

συμφόρηση/congestion



Σχετικά κείμενα

9 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Ασφυκτικοί θάνατοι
2Σύνδρομο άνω κοίλης φλέβας
3Παραρρινοκολπίτιδα
4Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Αυχενική διαφάνεια και συγγενείς ανωμαλίες στο 1ο τρίμηνο της κύησης
5Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Συγγενείς ανωμαλίες καρδιαγγειακού συστήματος
6Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Παθήσεις ουροποιητικού συστήματος
7Ο ρόλος του μικροβιακού παράγοντα στις καθ'έξιν αποβολές
8Εισαγωγή στα δίκτυα υπολογιστών
9Υπολογιστές στην Ιατρική Απεικόνιση - Δίκτυα - PACS και Τηλε-ακτινολογία

Χρόνος αναζήτησης : 0.84 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία