Αναζήτηση / Search
'αιμορραγικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : αιμορραγικόςΑγγλικά : haemorrhagic, hemorrhagicΑ. αιμορραγικός -ή -όΣημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αιμορραγία. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἱμορραγικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςαιμορραγική βλάβηαιμορραγική γαστρίτιδααιμορραγική διάθεσηαιμορραγική εντερίτιδααιμορραγική επιπεφυκίτιδααιμορραγική καταπληξία, αιμορραγικό shockαιμορραγική κατάστασηαιμορραγική κολίτιδααιμορραγική κυστίτιδααιμορραγική παγκρεατίτιδααιμορραγική πνευμονίααιμορραγική πνευμονίτιδααιμορραγική πομφόλυγααιμορραγική φλύκταινααιμορραγικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιοαιμορραγικός πυρετόςδάγγειος πυρετός, δάγγειος αιμορραγικός πυρετόςοξεία αιμορραγική γαστρίτιδαοξεία αιμορραγική επιπεφυκίτιδα
Σχετικά κείμενα 16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.04 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×