Αναζήτηση / Search
'ενδοφλέβιο σκεύασμα'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : ενδοφλέβιο σκεύασμαΑ. αιμορραγικός -ή -όΣημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αιμορραγία. Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἱμορραγικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςπρωκτική βαλβίδαπρωκτική κρύπτηπρωκτική μυρμηκιάπρωκτική στήλη του Morganiπρωκτικό απόστημα, απόστημα του πρωκτούπρωκτικό βοθρίοπρωκτικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του πρωκτούπρωκτικό κονδύλωμα, κονδύλωμα του πρωκτούπρωκτικό συρίγγιο, συρίγγιο του πρωκτούπρωκτικός/analπρωκτικός καρκίνος, καρκίνος του πρωκτούπρωκτικός σωλήναςπρωκτικός υμέναςσχισμή του πρωκτού, πρωκτική σχισμή
Σχετικά κείμενα 16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.23 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×