'πρωτεϊνουρική υπέρταση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωτεϊνουρική υπέρταση
Α. αιμορραγικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αιμορραγία.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἱμορραγικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κατάσπαση
κατάσπαση του διαστήματος ST
Σχετικά κείμενα
16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.29 δευτερόλεπτα