'πρωτεϊνουρικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αιμορραγικός
Αγγλικά : haemorrhagic, hemorrhagic
Α. αιμορραγικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που έχει σχέση με την αιμορραγία.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. αἱμορραγικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αιμορραγικός/haemorrhagic, hemorrhagic
Σχετικά κείμενα
16 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.17 δευτερόλεπτα