'πρωκτική κρύπτη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πρωκτική κρύπτη
Α. ακουστικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με την ακοή. α. που εξυπηρετεί ή διευκολύνει την ακοή: Aκουστικό νεύρο. ~ πόρος. Aκουστική συσκευή. β. που γίνεται ή υπάρχει με την ακοή: Aκουστικό αίσθημα. Aκουστικές παραστάσεις. Aκουστική εικόνα. Aκουστικό λάθος. γ. ~ τύπος (ανθρώπου), που εύκολα συγκρατεί στη μνήμη του ή αφομοιώνει ό,τι ακούει· (πρβ. οπτικός). δ. (ως ουσ.) το ακουστικό*. ακουστικά & (λόγ.) ακουστικώς EΠIPP από την άποψη του τρόπου με τον οποίο ακούγεται κτ.: ~ ωραίο ποίημα. || μέσο της ακοής: O ποιητικός λόγος αποδίδει και ~ την απόχρωση του νοήματος που θέλει να υποβάλει.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ἀκουστικός `της ακοής΄ & σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός)· λόγ. < ελνστ. ἀκουστικῶς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανόργανη ένωση
ανόργανη ύλη
ανόργανη χημεία
ανόργανο αρσενικό
ανόργανο ιόν
ανόργανο οξύ
ανόργανος/inorganic
ανόργανος
Σχετικά κείμενα
27 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.79 δευτερόλεπτα