Σημασία : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Eιδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Eντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης