'διαγνωστικό επίπεδο αναφοράς'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : διαγνωστική εξέταση
Α. κατάργηση
Σημασία : η ενέργεια του καταργώ. α. κατάλυση: H ~ της βασιλείας. β. οριστική παύση της ισχύος ενός νόμου ή θεσμού: ~ των δασμών / ενός δικαιώματος / μιας υποχρέωσης. ~ των διευθυντών, του θεσμού, της θέσης του διευθυντή. γ. διακοπή μιας δραστηριότητας ή ενός έργου που είχε ένα χαρακτήρα συνεχή και μόνιμο: H ~ των κατασκηνώσεων / των βοηθητικών μαθημάτων / της διδασκαλίας των λατινικών. || (νομ.) ~ δίκης, διακοπή μιας ποινικής υπόθεσης, με συμφωνία των διαδίκων. δ. αχρήστευση ή αφαίρεση κάποιου στοιχείου ή μέρους από ένα σύνολο: H ~ των μικρών λεωφορείων / της μαθητικής ποδιάς. H κατάργηση του πολυτονικού συστήματος / της δοτικής.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κατάργη(σις) `ακύρωση΄ -ση
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
κατάργηση/suppression
Σχετικά κείμενα
10 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.89 δευτερόλεπτα