Αναζήτηση / Search

  

 

'συντριπτικό κάταγμα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : συντριπτικός
Αγγλικά : overwhelming


Α. κένωση

Σημασία : (λόγ.) 1. άδειασμα. 2. (ιατρ.) αποβολή των περιττωμάτων από τον εντερικό σωλήνα: Διαρροϊκές κενώσεις.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κένω(σις) -ση

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

κένωση



Σχετικά κείμενα

5 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.64 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία