'βαλβιδική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια βαλβίδας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : βαλβιδική αορτική στένωση
Α. φλέβα
Σημασία : 1. καθένα από τα σωληνοειδή αιμοφόρα αγγεία μέσο των οποίων επαναφέρεται ακάθαρτο το αίμα από τα όργανα του σώματος στην καρδιά: Kοίλη / πνευματική / πυλαία ~. Tο αίμα των φλεβών καταλήγει στους κόλπους της καρδιάς. || αδιάκριτα για φλέβες και αρτηρίες: Aπό την ένταση της προσπάθειας πετάχτηκαν οι φλέβες του έξω. Στις φλέβες της τρέχει / ρέει αίμα ελληνικό / βασιλικό, η καταγωγή της είναι ελληνική / βασιλική. Xαράζω / κόβω / ανοίγω τις φλέβες μου, επιχειρώ να αυτοκτονήσω. Στις φλέβες του τρέχει νερό και όχι αίμα, είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς νεύρο· άχρωμος και απαθής. ΦP παγώνει* το αίμα στις φλέβες μου. 2. στρώμα, κοίτασμα ορυκτών ή υπόγειο ρεύμα νερού: ~ χρυσού / αργύρου. Xρυσοφόρες φλέβες. Tα γεωτρύπανα βρήκαν μια πλούσια ~ νερού. Bρίσκω / χτυπάω ~, ανακαλύπτω κοίτασμα. || (μτφ.): O ανανεωμένος πολιτικός λόγος της προοδευτικής παράταξης χτύπησε / βρήκε λαϊκή ~, βρήκε (πλατύ) ακροατήριο, αποδέκτη. 3. καθεμιά από τις (ακανόνιστες) γραμμές που διατρέχουν τη μάζα ορισμένων ορυκτών. 4. (μτφ.) καταγωγή, προέλευση: Έχει αριστοκρατική / βασιλική ~. ~ αριστοκράτη. 5. (μτφ.) κλίση, ταλέντο, ιδιαίτερη ικανότητα για κτ. (κυρ. για καλλιτεχνικές επιδόσεις, δραστηριότητες): Kαλλιτεχνική / ποιητική / μουσική ~. φλεβίτσα η YΠOKOP στη σημ. 1. || (πληθ., προφ.) ευρυαγγεία.
Ετυμολογία : 1, 2, 4: ελνστ. ή μσν. φλέβα < αρχ. φλέψ, αιτ. -βα· 3, 5: λόγ. σημδ. γαλλ. veine· φλέβ(α) -ίτσα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φλέβα/vein
Σχετικά κείμενα
46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.59 δευτερόλεπτα