'κλινική έρευνα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : καθημερινή κλινική πράξη
Α. αναπαραγωγικός -ή -ό
Σημασία : που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή, που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή: Tα αναπαραγωγικά όργανα των φυτών / των ζώων / του ανθρώπου / του αρσενικού / του θηλυκού. Γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, κατά την οποία μπορεί να συλλάβει και να γεννήσει. || (ψυχ.) αναπαραγωγική κρίση, που δεν είναι πρωτότυπη. αναπαραγωγικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. αναπαραγωγ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. reproductif
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αναπαραγωγικός/reproductive
Σχετικά κείμενα
50 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.75 δευτερόλεπτα