'κλάσμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κλάσμα
Αγγλικά : fraction
Α. κλάσμα
Σημασία : 1. (μαθημ.) παράσταση μη ακέραιου ρητού αριθμού με την οποία δηλώνεται ένα ή περισσότερα από τα ίσα τμήματα, στα οποία έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα· κλασματικός αριθμός: Όροι του κλάσματος, αριθμητής και παρονομαστής. Πρόσθεση / αφαίρεση κλασμάτων. Aπλοποίηση κλάσματος. ~ απλοποιήσιμο ή ανάγωγο. Γνήσιο / νόθο ή καταχρηστικό ~, μικρότερο ή όχι από την ακέραιη μονάδα. ~ δεκαδικό, με παρονομαστή το δέκα ή μία δύναμη του δέκα. ~ αλγεβρικό, που οι όροι του είναι ακέραια πολυώνυμα. Kλάσματα ομώνυμα / ετερώνυμα, με όμοιους ή διαφορετικούς παρονομαστές. 2. καθένα από τα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν ένα σύνολο ή δημιουργούνται από τη διάσπασή του· τμήμα, μέρος: ~ του μισθού. (έκφρ.) σε ~ του δευτερολέπτου, πολύ γρήγορα. || (χημ.) το συστατικό ενός μείγματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες: ~ πετρελαίου, καθεμία από τις χημικές ενώσεις που ως μείγμα σχηματίζουν το ακάθαρτο πετρέλαιο. || (μουσ.) μουσικό σημείο της βυζαντινής μουσικής που μπαίνει σε όλους τους χαρακτήρες ποσότητας και προσθέτει ένα χρόνο στον αρχικό.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. κλάσμα `απόσπασμα΄ σημδ. γαλλ. fraction
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ελεύθερο κλάσμα
κλάσμα εξώθησης
κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας
κλάσμα του συμπληρώματος
οφειλόμενο κλάσμα
οφειλόμενο κλάσμα για τον πληθυσμό
Σχετικά κείμενα
28 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.71 δευτερόλεπτα