'έμφραγμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : έμφραγμα
Αγγλικά : infarction
Α. έμφραγμα
Σημασία : (ιατρ.) η απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από εμβολή ή άλλη αιτία, καθώς και η προκαλούμενη από αυτήν βλάβη ιστού ή οργάνου: ~ του μυοκαρδίου. Kαρδιακό / πνευμονικό ~.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἔμφραγμα `εμπόδιο΄ σημδ. νλατ. infarctus
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμφραγμα του κατωτέρου τοιχώματος του μυοκαρδίου, κατώτερο έμφραγμα του μυοκαρδίου, κατώτερο έμφραγμα
έμφραγμα του μυοκαρδίου, μυοκαρδιακό έμφραγμα, έμφραγμα
έμφραγμα του οπισθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, οπίσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, οπίσθιο έμφραγμα
έμφραγμα του πλαγίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, πλάγιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πλάγιο έμφραγμα
έμφραγμα του προσθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα
υπενδοκάρδιο έμφραγμα του μυοκαρδίου
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα