'έμφραγμα του μυοκαρδίου, μυοκαρδιακό έμφραγμα, έμφραγμα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : έμφραγμα του μυοκαρδίου, μυοκαρδιακό έμφραγμα, έμφραγμα
Αγγλικά : myocardial infarction
Σημασία : Αιφνίδια θρόμβωση και απόφραξη του αυλού της στεφανιαίας αρτηρίας, η οποία προκαλεί νέκρωση της περιοχής του μυοκαρδίου που αρδεύει η αποφραχθείσα αρτηρία.
Πηγή : Παθολογία
Διδακτικό και Ερευνητικό Προσωπικό του Τομέως Παθολογίας
Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
έμφραγμα/infarction
έμφραγμα του κατωτέρου τοιχώματος του μυοκαρδίου, κατώτερο έμφραγμα του μυοκαρδίου, κατώτερο έμφραγμα
έμφραγμα του οπισθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, οπίσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, οπίσθιο έμφραγμα
έμφραγμα του πλαγίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, πλάγιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πλάγιο έμφραγμα
έμφραγμα του προσθίου τοιχώματος του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, πρόσθιο έμφραγμα
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ΟΕΜ
υπενδοκάρδιο έμφραγμα του μυοκαρδίου
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.10 δευτερόλεπτα