Αναζήτηση / Search

  

 

'ψευδαργυρούχο εναιώρημα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ψευδαργυρούχο εναιώρημα


Α. εναιώρημα

Σημασία : διάλυμα στερεάς ουσίας σε υγρό, που τα μόριά της δεν έχουν διαλυθεί αλλά αιωρούνται.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐναιώρημα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

τρικαρβοξυλικό οξύτρικαρβοξυλικός/tricarboxylic



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.68 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία