'βιολογικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βιολογικός
Αγγλικά : biological
Α. βιολογικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται: α. στη ζωή και ιδίως στους ζωντανούς οργανισμούς: Bιολογικοί νόμοι. ~ κύκλος. (έκφρ.) βιολογικό ρολόι, στους ζωντανούς οργανισμούς, ο εσωτερικός μηχανισμός που ρυθμίζει τους βιορυθμούς χωρίς την παρουσία εμφανούς εξωτερικού ερεθίσματος. β. στη βιολογία: Bιολογικές έρευνες / μελέτες. ~ καθαρισμός / πόλεμος, που γίνεται με βιολογικά μέσα. βιολογικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. biologique < biolog(ie) = βιολογ(ία) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. βιολογικός `που αναφέρεται σε ηθοποιό΄, δες στο βιολόγος)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βιολογική επιστήμη
βιολογικό όπλο
βιολογικό σύστημα
βιολογικό τμήμα, τμήμα βιολογίας
βιολογικός τροποποιητής
βιοχημεία, βιολογική χημεία
Σχετικά κείμενα
82 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.17 δευτερόλεπτα