Αναζήτηση / Search

  

 

'αναπνευστική διαταραχή'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική αλκάλωση
Αγγλικά : respiratory alkalosis


Α. βλαστικός -ή -ό

Σημασία : 1. (βοτ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο βλαστό ή στη βλάστηση. 2. (ανατ., βιολ.) Bλαστικά δέρματα, τα τρία στρώματα εμβρυϊκών κυττάρων από τα οποία προέρχονται οι ιστοί στους περισσότερους πολυκύτταρους οργανισμούς.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. βλαστικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

βλαστικός/blastic



Σχετικά κείμενα

14 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Κύηση
2Μύκητες
3Απόπτωση κατά την οργανογένεση
4Γονιδιακή αποτύπωση και εφαρμογή στο Χ χρωμόσωμα
5Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Εμβρυϊκοί όγκοι
6Πρώιμη εμβρυϊκή περίοδος
7Εμβρυολογία γεννητικού συστήματος του θήλεος
8Σύνδρομο Sjogren
9Επαγωγή της προστατικής αύξησης
10Ο ρόλος των ορχικών εκκρίσεων στην ανάπτυξη του αρσενικού φαινοτύπου
11Η διαφοροποίηση της ωοθήκης - Το γονίδιο DAX-1
12To σύνδρομο Denys-Drash και το γονίδιο WT1
13Η ανάπτυξη της ουρογεννητικής οδού στο αρσενικό έμβρυο
14Προεμφυτευτική γενετική διάγνωση στο στάδιο της βλαστοκύστης

Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία