'αναπνευστική διαταραχή'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική αλκάλωση
Αγγλικά : respiratory alkalosis
Α. βλαστικός -ή -ό
Σημασία : 1. (βοτ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο βλαστό ή στη βλάστηση. 2. (ανατ., βιολ.) Bλαστικά δέρματα, τα τρία στρώματα εμβρυϊκών κυττάρων από τα οποία προέρχονται οι ιστοί στους περισσότερους πολυκύτταρους οργανισμούς.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. βλαστικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βλαστικός/blastic
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα