'συστροφή του σιγμοειδούς'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : συστροφή
Αγγλικά : volvulus
Α. νεόπλασμα
Σημασία : όγκος που σχηματίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων: Kακοήθη νεοπλάσματα, καρκινικοί όγκοι.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. néoplasme < néo- = νεο- + αρχ. πλάσμα `κτ. σχηματισμένο΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
νεόπλασμα/neoplasm
Σχετικά κείμενα
28 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.76 δευτερόλεπτα