Αναζήτηση / Search
'νεόπλασμα'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : νεόπλασμαΑγγλικά : neoplasmΣημασία : Εξεργασία που χαρακτηρίζεται από αυτοδύναμο και αυταρχικό πολλαπλασιασμό κυττάρων.Α. νεόπλασμαΣημασία : όγκος που σχηματίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων: Kακοήθη νεοπλάσματα, καρκινικοί όγκοι.Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. néoplasme < néo- = νεο- + αρχ. πλάσμα `κτ. σχηματισμένο΄Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςηπατικό νεόπλασμα, νεόπλασμα του ήπατοςκακόηθες νεόπλασμακαλόηθες νεόπλασμαμεταστατικό νεόπλασμανεόπλασμα της ουροδόχου κύστηςνεόπλασμα του μυελού των επινεφριδίωννεόπλασμα του πνεύμονα, νεόπλασμα των πνευμόνων
Σχετικά κείμενα 28 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.93 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×