'βρογχικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : βρογχικός
Αγγλικά : bronchial
Α. βρογχικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους βρόγχους: Bρογχικές φλέβες. Bρογχικό φύσημα / άσθμα. Bρογχικό δέντρο*. || (ως ουσ.) τα βρογχικά, πάθηση των βρόγχων.
Ετυμολογία : λόγ. βρόγχ(ος) -ικός μτφρδ. νλατ. bronchialis < αρχ. τά βρογχί(α) `βρόγχοι΄ -alis
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
άσθμα, βρογχικό άσθμα, αλλεργικό άσθμα
βρογχική αρτηρία
βρογχική έκκριση, έκκριση των βρόγχων
βρογχική έκπλυση, έκπλυση των βρόγχων
βρογχική πρόκληση, πρόκληση των βρόγχων
βρογχική υπεραντιδραστικότητα, υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων
βρογχικό αδένωμα, αδένωμα των βρόγχων
βρογχικό δέντρο
βρογχικό επιθήλιο, επιθήλιο των βρόγχων
βρογχικός ερεθισμός, ερεθισμός των βρόγχων
βρογχικός ήχος της αναπνοής
βρογχικός χολινεργικός υποδοχέας
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.81 δευτερόλεπτα