'ανεπάρκεια της ανοσοσφαιρίνης Α, εκλεκτική ανεπάρκεια της ανοσοσφαιρίνης Α'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : γεννητικός
Αγγλικά : genital
Α. γεννητικός -ή -ό
Σημασία : που συντελεί στην αναπαραγωγή, που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή: Γεννητικά όργανα. Γεννητικό σύστημα, το σύνολο των γεννητικών οργάνων και για τα δύο φύλα. Γεννητικά κύτταρα, που προορίζονται για την αναπαραγωγή των πολυκύτταρων οργανισμών· (πρβ. γαμέτες). Γεννητικοί αδένες, αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα και τις γεννητικές ορμόνες.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. γεννητικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γεννητικός/genital
Σχετικά κείμενα
73 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.95 δευτερόλεπτα