Αναζήτηση / Search

  

 

'κάταγμα'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κάταγμα
Αγγλικά : fracture

Σημασία : Η λύση της συνέχειας του οστού τραυματικής αιτιολογίας ή λόγω παθολογικής δομής του οστού.


Α. κάταγμα

Σημασία : (ιατρ.) η λύση της συνέχειας, το σπάσιμο ενός οστού: ~ της κνήμης / του κρανίου. Aπλό / σύνθετο / συντριπτικό ~. Έχει υποστεί πολλαπλά κατάγματα.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κάταγμα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αμφικυνοδοντικό κάταγμααμφισφύριο κάταγμαανοικτό κάταγμααποσπαστικό κάταγμαδιατροχαντήριο κάταγμακάταγμα ισχίουκάταγμα πλευράς, κάταγμα πλευρώνκάταγμα σπονδύλου, σπονδυλικό κάταγμακάταγμα του μηριαίου οστούκάταγμα του υοειδούς οστούκάταγμα των μακρών οστώνκλειστό κάταγμαοστεοπορωτικό κάταγμα, κάταγμα από οστεοπόρωσηπαθολογικό κάταγμασυντριπτικό κάταγμα



Σχετικά κείμενα

17 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Ασφυκτικοί θάνατοι
2Διάστρεμμα
3Ηλεκτροπληξία
4Η δική μας συμμετοχή
5Όταν φεύγετε από το νοσοκομείο
6Ο πόνος
7Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Σκελετικό σύστημα
8Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Παθολογικές καταστάσεις 3ου τριμήνου
9Σύνδρομο Sjogren
10Παραδείγματα αυτοάνοσων νοσημάτων
11Πως εκδηλώνεται και εξελίσσεται η ρευματοειδής αρθρίτιδα
12Κατηγορίες απαγορευμένων ουσιών
13Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
14Επιδράσεις ογκολογικών θεραπειών στο στόμα
15Κατάθλιψη και ηλικιωμένοι
16Η έφηβος αθλήτρια
17Σύγχρονη ενδοδοντική θεραπεία

Χρόνος αναζήτησης : 2 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία