Σημασία : Η λύση της συνέχειας του οστού τραυματικής αιτιολογίας ή λόγω παθολογικής δομής του οστού.
Α. κάταγμα
Σημασία : (ιατρ.) η λύση της συνέχειας, το σπάσιμο ενός οστού: ~ της κνήμης / του κρανίου. Aπλό / σύνθετο / συντριπτικό ~. Έχει υποστεί πολλαπλά κατάγματα.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κάταγμα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης