Σημασία : ο χώρος (αίθουσα, οίκημα κτλ.) στον οποίο ένας γιατρός δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς: Iδιωτικό / δημόσιο / αγροτικό / στρατιωτικό / κινητό ~. Tα εξωτερικά ιατρεία ενός νοσοκομείου, όπου εξετάζονται ασθενείς που δε νοσηλεύονται σ΄ αυτό.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἰατρεῖον
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης