'τοπική φλεγμονή'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : τοπική αναισθησία
Αγγλικά : local anaesthesia, topical anaesthesia
Α. δημογραφικός -ή -ό
Σημασία : 1. που έχει σχέση με τη δημογραφία: Δημογραφικές σπουδές / μελέτες / έρευνες. 2. που έχει σχέση με τον πληθυσμό μιας γεωγραφικής περιοχής· πληθυσμιακός: Δημογραφική αύξηση / μείωση / κάμψη. Δημογραφικές πιέσεις / μεταβολές. Δημογραφικό πρόβλημα, δυσκολίες που προκύπτουν από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού ή των δυνατοτήτων απασχόλησης. δημογραφικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. démographique < démograph(ie) = δημογραφ(ία) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δημογραφικός/demographic
Σχετικά κείμενα
12 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.99 δευτερόλεπτα