'υποβαλβιδική αορτική στένωση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υποβαλβιδικός
Αγγλικά : subvalvular, subvalvar
Α. διαβητικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στη νόσο του διαβήτη: Διαβητικά συμπτώματα. || (ως ουσ.) ο διαβητικός, θηλ. διαβητική, αυτός που πάσχει από διαβήτη: Ψωμί / γλυκά για διαβητικούς. Στους διαβητικούς χορηγείται ινσουλίνη.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. diabétique < ελνστ. διαβήτ(ης) (δες διαβήτης 2) -ique = -ικός (πρβ. σπάν. μσν. διαβητικός)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διαβητικός/diabetic
Σχετικά κείμενα
19 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.32 δευτερόλεπτα