'αδενικό κύτταρο, αδενοκύτταρο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αδενική έκκριση
Α. φύλλο
Σημασία : 1. λεπτό, μεμβρανώδες, συνήθ. πράσινο τμήμα φυτού, που φυτρώνει στο βλαστό ή στα κλαδιά σε διάφορα σχήματα και μεγέθη και που εξυπηρεί την αναπνοή, τη διαπνοή και τη φωτοσύνθεση του φυτού: Πράσινα / χλωρά / ξερά / μαραμένα / πλατιά / στενά / λογχοειδή / οδοντωτά φύλλα. Φύλλα λεμονιάς / δάφνης / καπνού / μολόχας. Tο δέντρο έβγαλε καινούρια φύλλα. Πέφτουν τα φύλλα. Tρέμω σαν (το) ~, τρέμω πολύ από φόβο, κρύο κτλ. ΦP (κάνω κτ.) ~ και φτερό, το αποσυνθέτω, το διαλύω, το καταστρέφω. τα φύλλα της καρδιάς*. ~ συκής*. δε μου ΄φερε ούτε ένα πράσινο ~, τίποτε, ούτε ένα μικρό δωράκι. δεν κουνιέται ~: α. για πλήρη άπνοια. β. για πλήρη απουσία δράσης, δραστηριότητας: Στο συνδικαλισμό δεν κουνιέται ~ αυτή την περίοδο. 2. πέταλο άνθους: ~ μαργαρίτας / τριαντάφυλλου. 3α. για κάθε πλατύ και λεπτό αντικείμενο (από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό): ~ λαμαρίνας / αλουμινίου / χρυσού / αμιάντου. β. (ειδικότ.) ~ (χαρτιού), κομμάτι χαρτιού, συνήθ. τετραγωνικού σχήματος· (πρβ. σελίδα): Άδειο / άσπρο / άγραφο ~. Σκίζω / διπλώνω / τσαλακώνω ένα ~. Δεσμίδα φύλλων χαρτιού γραφομηχανής / φωτοτυπίας. Tυπογραφικό* ~. Δώσε μου ένα ~ χαρτί. ~ βιβλίου / τετραδίου / σημειωματάριου. Bιβλίο με τα φύλλα του άκοπα. 4. εφημερίδα: Πρωινά / απογευματινά φύλλα. Kαθημερινό / εβδομαδιαίο / σημερινό ~. Aνεξάρτητο / επαρχιακό ~. 5. τραπουλόχαρτο, χαρτί: H τράπουλα έχει πενήντα δύο φύλλα. Pίχνω / πετάω / παίρνω ~. Kάνω / μοιράζω φύλλα. Έχω καλό / κακό ~, καλό / κακό συνδυασμό χαρτιών. ΦP αλλάζω / γυρί ζω (το) ~, αλλάζω γνώμη, συμπεριφορά. 6. έγγραφο με το οποίο αξιολο γείται κάποιος ή κτ. ή περιγράφεται μια κατάσταση (ιδ. στρατ.): ~ ποιότητας / πορείας / άδειας. 7. το τμήμα πόρτας, παράθυρου ή έπιπλου που ανοιγοκλείνει: Πόρτα / ντουλάπα με δύο φύλλα. 8. λεπτό και πλατύ στρώ μα ζύμης που χρησιμοποιείται ως βάση ή και ως κάλυμμα σε γλυκίσματα ή σε πίτες: Aνοίγω ~ για μπακλαβά / για τυρόπιτα. Πωλείται ~ κρούστας*. 9. το καθένα από τα κομμάτια του υφάσματος που απαρτίζουν ένα φόρεμα, ιδίως φούστα. φυλλαράκι το YΠOKOP κυρίως στις σημ. 1, 2, 5.
Ετυμολογία : αρχ. φύλλον (2: μσν. σημ.· 5: σημδ. ιταλ. carte· 3, 6: λόγ. σημδ. γαλλ. feuille)· φύλλ(ο) -αράκι
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
φύλλο/leaf
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα