'αντιδιουρητική ορμόνη, βασοπρεσσίνη, βαζοπρεσσίνη, αγγειοπιεσίνη'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αντιδιουρητική ορμόνη, βασοπρεσσίνη, βαζοπρεσσίνη, αγγειοπιεσίνη
Αγγλικά : antidiuretic hormone, vasopressin, ADH
Α. στόμιο
Σημασία : 1. άνοιγμα που επιτρέπει την είσοδο ή την έξοδο: α. σε έναν ή από έναν ευρύτερο σε έκταση χώρο: Tο ~ μιας σπηλιάς / ενός λιμανιού. || ~ ποταμού, οι εκβολές. β. από ένα χώρο ή μια κατασκευή που έχει σωληνοειδές σχήμα: Tο ~ του πηγαδιού. ~ εξαερισμού. Tο ~ της κάννης του όπλου. || (ανατ.) οπή ή σχισμή στην είσοδο ή στην έξοδο ενός οργάνου: Tο ~ της μήτρας / της ουρήθρας. 2. το διαπλατυσμένο άκρο ενός πνευστού μουσικού οργάνου, που έχει σχήμα χωνιού: Tο ~ του φαγκότου.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. στόμιον (υποκορ. του αρχ. στόμα)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
στόμιο/orifice
Σχετικά κείμενα
26 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.70 δευτερόλεπτα