'εκκριτική ωτίτιδα'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : εκκριτική ωτίτιδα
Α. ενδοκρινικός -ή -ό
Σημασία : (φυσιολ.) που αφορά τους ενδοκρινείς αδένες, που σχετίζεται με αυτούς: Eνδοκρινικό σύστημα.
Ετυμολογία : λόγ. ενδοκριν(ής) -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αυτόσωμα, αυτοσωμικό χρωμόσωμα, σωματικό χρωμόσωμα
βάρος σώματος, σωματικό βάρος
επιφάνεια του σώματος, σωματική επιφάνεια
σωματική αύξηση, αύξηση του σώματος
σωματική βία
σωματική διάπλαση, διάπλαση του σώματος
σωματική δραστηριότητα
σωματική εξάρτηση
σωματική ευεξία
σωματική κακοποίηση
σωματική καταπόνηση, καταπόνηση του σώματος
σωματική μετάλλαξη
σωματικό κύτταρο
σωματικό λίπος
σωματικό μεσόδερμα, τοιχωματικό μεσόδερμα
σωματικό νεύρο
σωματικός/bodily, somatic
φυσική άσκηση, σωματική άσκηση, άσκηση του σώματος
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.35 δευτερόλεπτα