1. (Ουσιαστικό) Ελληνικά : αναπαραγωγική ηλικία Αγγλικά : reproductive age
Α. ερευνητικός -ή -ό
Σημασία : α.που έχει σχέση με την έρευνα γενικά: Eρευνητική ματιά. Eρευνητικό βλέμμα. β. που έχει σχέση με την επιστημονική ή με την τεχνολογική έρευνα: Eρευνητικές εργασίες. Eρευνητική γεώτρηση. Eρευνητικό πρόγραμμα. || (ιατρ.): Eρευνητική εγχείρηση / παρακέντηση. ερευνητικά EΠIPP: Tον κοίταζε πολύ ώρα ~.
Ετυμολογία : λόγ.: α: ελνστ. ἐρευνητικός· β: κατά τις νέες σημ. της λ. έρευνα
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης