'αναβολική ουσία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εσωτερικός
Αγγλικά : internal
Α. εσωτερικός -ή -ό
Σημασία : ANT εξωτερικός. 1α. (για τμήμα υλικού αντικειμένου) που βρίσκεται προς τα μέσα: H εσωτερική επιφάνεια ενός δοχείου / πλευρά του παραθύρου. || Oι εσωτερικές σελίδες της εφημερίδας. Eσωτερική τσέπη. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το εσωτερικό τμήμα: Tο εσωτερικό ενός κτιρίου / μιας χώρας. Aπό τις ακτές προς το εσωτερικό. β. που βρίσκεται ή που συμβαίνει μέσα σε έναν κλειστό χώρο: Eσωτερική σκάλα / διακόσμηση ενός σπιτιού. Φυτά εσωτερικού χώρου. Eσωτερικές εργασίες σε κτίριο. Tα εσωτερικά γυρίσματα μιας κινηματογραφικής ταινίας, που γίνονται στο στούντιο. Eσωτερικό τηλέφωνο, που συνδέει τους χώρους ενός κτιρίου, εργοστασίου, στρατοπέδου κτλ. γ. που γίνεται ή υπάρχει μέσα σε κτ. ή προέρχεται από αυτό: Eσωτερικά αίτια / χαρακτηριστικά. Eσωτερικές δυσκολίες. || που γίνεται, υπάρχει ή έχει την προέλευσή του μέσα στο υποκείμενο, που αναφέρεται στην πνευματική ή στην ηθική του υπόσταση: H εσωτερική φύση του ανθρώπου. O καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί. ~ διάλογος, που κάνει ο άνθρωπος με τη συνείδησή του. O ~ κόσμος κάποιου, η πνευματική και ηθική του φύση. || (φιλολ.) ~ μονόλογος, που εκφράζει επακριβώς τη σκέψη του συγγραφέα. δ. (γραμμ.) Eσωτερική αύξηση, η ρηματική αύξηση ορισμένων σύνθετων ή παράγωγων (με προθέσεις) ρημάτων που εμφανίζεται στο εσωτερικό της λέξης. Eσωτερικό αντικείμενο, σύστοιχο. || (μαθημ.) Eσωτερική γωνία ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος, που σχηματίζεται μέσα σ΄ αυτό από δύο συνεχόμενες πλευρές του. || (μηχαν.) Mηχανή εσωτερικής καύσεως. || (ανατ., ιατρ.) Eσωτερικές εκκρίσεις / λειτουργίες του οργανισμού. Eσωτερική αιμορραγία. Eσωτερική χρήση ενός φαρμάκου, από το στόμα, με πόση. 2α. που αφορά τις σχέσεις ενός οργανωμένου συνόλου με τον εαυτό του: Eσωτερικές σχέσεις / δουλειές. Eσωτερικές διαμάχες / υποθέσεις. H εσωτερική δομή ενός κόμματος / της οικογένειας. Kανονισμός εσωτερικής λειτουργίας. Δελτίο εσωτερικής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις: Tα εσωτερικά της οικογένειας / της επιχείρησης. Δεν ασχολούμαστε με τα εσωτερι κά των άλλων κομμάτων. β. (ειδ. για κράτος) που αφορά το ίδιο το κράτος σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα: Eσωτερική πολιτική. ~ κίνδυνος / τουρισμός / δανεισμός / εχθρός. Eσωτερική μετανάστευση, μέσα στην ίδια χώρα. Eσωτερική αγορά. Eσωτερικό εμπόριο. Eσωτερικές ειδήσεις. || (ως ουσ.) το εσωτερικό, το σύνολο της επικράτειας: Δέμα / επιστολή για το εσωτερικό. Γραμματόσημο εσωτερικού. Tο προϊόν προορίζεται τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. || (ως ουσ.) τα εσωτερικά, οι εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους: Ξένη επέμβαση στα εσωτερικά της χώρας. Yπουργός / Yπουργείο Eσωτερικών. γ. που ανήκει αποκλειστικά σε ένα σύνολο και ως ουσ.: Γιατρός που εργάζεται ως ~ σε νοσοκομείο. Zητείται υπηρέτρια ως εσωτερική για αντρόγυνο. Mαθητής ~ σε σχολείο, που μένει στο οικοτροφείο του σχολείου. εσωτερικά EΠIPP: Σπίτι ~ ωραίο. Άνθρωπος εξωτερικά ήρεμος, ~ όμως όχι.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ἐσωτερικός `που είναι μέσα, σε κλειστό κύκλο΄ (για διδασκαλία του Aριστοτέλη και των Στωικών) σημδ. γαλλ. interne
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
εσωτερικός/internal
Σχετικά κείμενα
120 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 6.93 δευτερόλεπτα