'στρεπτοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από στρεπτόκοκκο'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : στρεπτοκοκκική ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα από στρεπτόκοκκο
Αγγλικά : streptococcal endocarditis
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οξεία στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα
στρεπτοκοκκική αμυγδαλίτιδα, αμυγδαλίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική αρθρίτιδα, αρθρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική βακτηριαιμία, βακτηριαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική γάγγραινα, γάγγραινα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική κυτταρίτιδα, κυτταρίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική λοίμωξη, λοίμωξη από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική μυοσίτιδα, μυοσίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική σηψαιμία, σηψαιμία από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκική τοξίνη, τοξίνη του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκο
στρεπτοκοκκικό αντιγόνο, αντιγόνο του στρεπτοκόκκου
στρεπτοκοκκικός/streptococcal
σύνδρομο στρεπτοκοκκικού τοξικού shock
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.09 δευτερόλεπτα