'εγκεφαλική παράλυση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλικό επεισόδιο, αγγειακό επεισόδιο
Αγγλικά : stroke
Α. θωρακικός -ή -ό
Σημασία : που βρίσκεται στο θώρακα1 ή γενικά έχει σχέση με αυτόν: Θωρακικοί σπόνδυλοι / μύες. Θωρακική αορτή. Θωρακικές αρτηρίες. Θωρακικά νεύρα. Θωρακική χώρα, ο θώρακας.
Ετυμολογία : λόγ. θωρακ- (θώραξ) -ικος (διαφ. το ελνστ. θωρακικός `που υποφέρει στο θώρακα΄)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
θωρακικός/thoracic
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.09 δευτερόλεπτα