Αναζήτηση / Search

  

 

'αναπνευστική λειτουργία'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπνευστική λειτουργία
Αγγλικά : respiratory function


Α. χτίζω -ομαι & κτίζω -ομαι

Σημασία : ANT γκρεμίζω. 1α. υψώνω επάνω στο έδαφος μια κατασκευή, χρησιμοποιώντας διάφορα οικοδομικά υλικά, όπως π.χ. πέτρα, τσιμέντο, τούβλα κτλ.: O εργάτης / ο οικοδόμος χτίζει έναν τοίχο / ένα σπίτι. Γέφυρα χτισμένη με πέτρα. || Tα πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους. ΦP ~ στον αέρα*. ~ (πύργους) στην άμμο*. β. αναλαμβάνω με ομάδα ειδικών εργατών να χτίσω κτ.: Aυτός ο εργολάβος έχτισε πολλές πολυκατοικίες. || (για πολιτικό μηχανικό ή αρχιτέκτονα) κάνω τα σχέδια και επιβλέπω μια κατασκευή. γ. αναθέτω σε κπ. να χτίσει για λογαριασμό μου: Θα χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή. Tο κράτος έχτισε καινούρια σχολεία. δ. (παθ.) για έκταση γης όπου χτίζονται οικοδομές: Tο διπλανό μας οικόπεδο θα χτιστεί. Tα τελευταία χρόνια η Aθήνα χτίστηκε απρογραμμάτιστα. 2. κλείνω με τοίχο ένα άνοιγμα: ~ την πόρτα / το παράθυρο. || ~ κπ. ζωντανό, φράζω τις εξόδους του χώρου όπου βρίσκεται κλεισμένος. 3. ιδρύω πόλη: Oι Mεγαρείς έχτισαν το Bυζάντιο. H Aλεξάνδρεια χτίστηκε από το Mέγα Aλέξανδρο. 4. (μτφ.) εργάζομαι συστηματικά για να δημιουργήσω κτ.: Θέλουμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο, να οικοδομήσουμε. Mε τη σωστή διατροφή χτίζουμε ένα γερό οργανισμό.

Ετυμολογία : 1, 2: μσν. χτίζω < αρχ. κτίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]· 3: λόγ. < αρχ. κτίζω· 4: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) build· λόγ. < αρχ. κτίζω

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αναπνευστική αλκάλωσηαναπνευστική αλυσίδααναπνευστική ανακοπήαναπνευστική ανεπάρκειααναπνευστική αντλίααναπνευστική γυμναστικήαναπνευστική διαταραχήαναπνευστική δύσπνοια, δύσπνοια αναπνευστικής αιτιολογίαςαναπνευστική δυσχέρειααναπνευστική έκρηξηαναπνευστική εφεδρείααναπνευστική καταστολήαναπνευστική κίνησηαναπνευστική οδόςαναπνευστική οξέωσηαναπνευστική συχνότητα, αναπνευστικός ρυθμός, συχνότητα αναπνοώναναπνευστικό βρογχιόλιοαναπνευστικό δέντροαναπνευστικό επιθήλιοαναπνευστικό κέντρο, κέντρο της αναπνοήςαναπνευστικό σύστημααναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικό αναπνευστικό ψιθύρισμα, κυψελιδικός ήχος της αναπνοήςαναπνευστικός/respiratoryαναπνευστικός κύκλοςαναπνευστικός μύςαναπνευστικός συγκυτιακός ιόςανώτερη αναπνευστική οδόςκατώτερη αναπνευστική οδόςλοίμωξη ανωτέρου αναπνευστικούλοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, αναπνευστική λοίμωξηοξεία αναπνευστική ανεπάρκειαπνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσοςσύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκωνχρόνια αναπνευστική αλκάλωσηχρόνια αναπνευστική ανεπάρκειαχρόνια αναπνευστική οξέωση



Σχετικά κείμενα

9 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Ανατομία ήπατος και χοληφόρων
2Αυτόματος πνευμοθώρακας
3Ασφυκτικοί θάνατοι
4Μια μικρή αναδρομή στην εξέλιξη και εφαρμογή των υπερήχων στον τομέα της μαιευτικής και της γυναικολογίας
5Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Βιοφυσικό προφίλ
6Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Υδράμνιο και πολυάμνιο
7Υπερηχογράφημα 3ου τριμήνου - Παθολογικές καταστάσεις 3ου τριμήνου
8Doppler και 3D - Κυματομορφές doppler από τα κυριότερα αγγεία της μητροπλακουντιακής μονάδας
9Όψιμη εμβρυϊκή περίοδος

Χρόνος αναζήτησης : 0.70 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία