'παροδικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παροδικός
Αγγλικά : transitory
Α. μαζικός -ή -ό
Σημασία : 1. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: Mαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Mαζικές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Mαζικές προσλήψεις. Mαζική προσέλευση. Mαζική παραγωγή αγαθών. 2. που περιλαμβάνει ή αφορά πολλούς ανθρώπους: ~ φορέας. Mαζικό κόμμα. Mαζικές οργανώσεις. Mέσα μαζικών μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Mέσα μαζικής ενημέρωσης ή Mαζικά μέσα ενημέρωσης, τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση. || (κοινων.): Mαζική κοινωνία. 3. (φυσ.) που αναφέρεται στη μάζα1. || (χημ.): ~ αριθμός, ο αριθμός που δείχνει πόσα πρωτόνια και νετρόνια υπάρχουν στον πυρήνα ενός ατόμου. μαζικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. μάζ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. en masse
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
στερητικό σύνδρομο, σύνδρομο στέρησης
στερητικός
στερητικός θάνατος
Σχετικά κείμενα
33 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.34 δευτερόλεπτα