Σημασία : 1. που γίνεται ή υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα: Mαζικές μετακινήσεις πληθυσμών. Mαζικές κινητοποιήσεις εργαζομένων. Mαζικές προσλήψεις. Mαζική προσέλευση. Mαζική παραγωγή αγαθών.2. που περιλαμβάνει ή αφορά πολλούς ανθρώπους: ~ φορέας. Mαζικό κόμμα. Mαζικές οργανώσεις. Mέσα μαζικών μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα, πλοία, αεροπλάνα. Mέσα μαζικής ενημέρωσης ή Mαζικά μέσα ενημέρωσης, τύπος, ραδιόφωνο και τηλεόραση. || (κοινων.): Mαζική κοινωνία. 3. (φυσ.) που αναφέρεται στη μάζα1. || (χημ.): ~ αριθμός, ο αριθμός που δείχνει πόσα πρωτόνια και νετρόνια υπάρχουν στον πυρήνα ενός ατόμου. μαζικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. μάζ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. en masse
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης