'πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : πνευμονοπάθεια, αναπνευστική νόσος, πνευμονική νόσος
Αγγλικά : pneumopathy, pulmonary disease, lung disease, respiratory disease
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βιοψία/biopsy
βιοψία εγκεφάλου, εγκεφαλική βιοψία
βιοψία μυελού των οστών
βιοψία μυός
βιοψία οργάνου, βιοψία οργάνων
βιοψία της ωοθήκης, βιοψία των ωοθηκών
βιοψία του ενδομητρίου, ενδομητρική βιοψία
γαστρική βιοψία, βιοψία του στομάχου
διαβρογχική βιοψία
διάμεση πνευμονοπάθεια
δωδεκαδακτυλική βιοψία, βιοψία του δωδεκαδακτύλου
ενδοβρογχική βιοψία
ενδοσκοπική βιοψία
εντερική βιοψία, βιοψία του εντέρου
ηπατική βιοψία
νεφρική βιοψία
ορθική βιοψία
περιτοναϊκή βιοψία, βιοψία του περιτοναίου
χρόνια πνευμονοπάθεια
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.93 δευτερόλεπτα