Αναζήτηση / Search
'ορμονικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : ορμονικόςΑγγλικά : hormonalΑ. ορμονικός -ή -όΣημασία : που αναφέρεται σε ορμόνες ή που έχει σχέση με αυτές: Oρμονική ανεπάρκεια. Oρμονικές διαταραχές. Oρμονική θεραπεία, ορμονοθεραπεία.Ετυμολογία : λόγ. < αγγλ. hormonic < hormon(e) = ορμόν(η) -ic = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςορμονική θεραπεία υποκατάστασηςορμονική παρεμβολή, παρεμβολή ορμονώνορμονική ρύθμισηορμονική υποκατάσταση, υποκατάσταση ορμονών, υποκατάσταση ορμόνηςορμονικό ερέθισμαορμονικό περιβάλλονορμονικό σκεύασμα, σκεύασμα ορμόνης, σκεύασμα ορμονώνορμονικός υποδοχέαςορμονοθεραπεία, ορμονική θεραπείαπρογεννητική διάγνωσηπρογεννητικός έλεγχος
Σχετικά κείμενα 51 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.51 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×