'οφθαλμικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : οφθαλμικός
Αγγλικά : ocular
Α. οφθαλμικός -ή -ό
Σημασία : (ανατ., ιατρ.) που αναφέρεται στον οφθαλμό και ιδίως ανήκει σ΄ αυτόν: Oφθαλμικά νοσήματα. Oφθαλμική αρτηρία / φλέβα. Oφθαλμική κοιλότητα. ~ βολβός, ο βολβός του ματιού.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οφθαλμική αλοιφή
οφθαλμική αναισθησία
οφθαλμική αρτηρία
οφθαλμική κίνηση, κίνηση του οφθαλμού, κίνηση των οφθαλμών
οφθαλμική λοίμωξη, λοίμωξη του οφθαλμού, λοίμωξη των οφθαλμών
οφθαλμική μυκητίαση, μυκητίαση του οφθαλμού, μυκητίαση των οφθαλμών
οφθαλμική σταγόνα
οφθαλμική χειρουργική επέμβαση, οφθαλμολογική χειρουργική επέμβαση
οφθαλμικό διάλυμα
οφθαλμικό κυστίδιο
οφθαλμικό νεύρο
οφθαλμικό τραύμα
οφθαλμικός βολβός
οφθαλμικός έρπητας
οφθαλμικός έρπητας ζωστήρας
οφθαλμικός κόγχος, κόγχος
οφθαλμικός μύς, μύς του οφθαλμού
οφθαλμικός πόνος
οφθαλμοπάθεια, οφθαλμική νόσος
ταχείες οφθαλμικές κινήσεις
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.18 δευτερόλεπτα