'αριστερά κοιλία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : οφθαλμικός
Αγγλικά : ocular
Α. οφθαλμικός -ή -ό
Σημασία : (ανατ., ιατρ.) που αναφέρεται στον οφθαλμό και ιδίως ανήκει σ΄ αυτόν: Oφθαλμικά νοσήματα. Oφθαλμική αρτηρία / φλέβα. Oφθαλμική κοιλότητα. ~ βολβός, ο βολβός του ματιού.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὀφθαλμικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
οφθαλμικός/ocular
Σχετικά κείμενα
22 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.46 δευτερόλεπτα