'παγκρεατικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παγκρεατικός
Αγγλικά : pancreatic
Α. παγκρεατικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που ανήκει, που αναφέρεται στο πάγκρεας ή προέρχεται από αυτό: Παγκρεατική αρτηρία. Παγκρεατική ανεπάρκεια. Παγκρεατικό υγρό. Παγκρεατική ενδοκρινής και εξωκρινής δράση. Παγκρεατικές εκκρίσεις.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pancréatique < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
laser αέριας κατάστασης
επικουρικός παγκρεατικός πόρος, δευτερεύων παγκρεατικός πόρος
καρκίνος του παγκρέατος, παγκρεατικός καρκίνος
μείζων παγκρεατικός πόρος, πόρος του Wirsung
νησίδιο του Langerhans, παγκρεατικό νησίδιο, νησίδιο του παγκρέατος, νησίδα του παγκρέατος, νησίδιο του Langerhans του παγκρέατος
παγκρεατική αμυλάση
παγκρεατική ανεπάρκεια
παγκρεατική έκκριση, έκκριση του παγκρέατος
παγκρεατική λιπάση
παγκρεατική νόσος, νόσος του παγκρέατος
παγκρεατική στεατόρροια
παγκρεατικό αδενοκαρκίνωμα, αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό έκκριμα
παγκρεατικό ένζυμο, ένζυμο του παγκρέατος
παγκρεατικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό κύτταρο, κύτταρο του παγκρέατος
παγκρεατικό πολυπεπτίδιο
παγκρεατικός ασκίτης
παγκρεατικός όγκος, όγκος του παγκρέατος
παγκρεατικός πόρος, πόρος του παγκρέατος
παγκρεατικός χυμός
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.50 δευτερόλεπτα