'θωρακικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : θωρακικός
Αγγλικά : thoracic
Α. παγκρεατικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που ανήκει, που αναφέρεται στο πάγκρεας ή προέρχεται από αυτό: Παγκρεατική αρτηρία. Παγκρεατική ανεπάρκεια. Παγκρεατικό υγρό. Παγκρεατική ενδοκρινής και εξωκρινής δράση. Παγκρεατικές εκκρίσεις.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. pancréatique < αρχ. παγκρεατ- (δες πάγκρεας) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ακτινογραφικό σημείο
ακτινογραφικό φιλμ
ακτινογραφικός/radiographic
ακτινογραφικός έλεγχος
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.06 δευτερόλεπτα