'παγκρεατικός πόρος, πόρος του παγκρέατος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : παγκρεατικός πόρος, πόρος του παγκρέατος
Αγγλικά : pancreatic duct
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
επικουρικός παγκρεατικός πόρος, δευτερεύων παγκρεατικός πόρος
καρκίνος του παγκρέατος, παγκρεατικός καρκίνος
μείζων παγκρεατικός πόρος, πόρος του Wirsung
νησίδιο του Langerhans, παγκρεατικό νησίδιο, νησίδιο του παγκρέατος, νησίδα του παγκρέατος, νησίδιο του Langerhans του παγκρέατος
παγκρεατική αμυλάση
παγκρεατική ανεπάρκεια
παγκρεατική έκκριση, έκκριση του παγκρέατος
παγκρεατική λιπάση
παγκρεατική νόσος, νόσος του παγκρέατος
παγκρεατική στεατόρροια
παγκρεατικό αδενοκαρκίνωμα, αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό έκκριμα
παγκρεατικό ένζυμο, ένζυμο του παγκρέατος
παγκρεατικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του παγκρέατος
παγκρεατικό κύτταρο, κύτταρο του παγκρέατος
παγκρεατικό πολυπεπτίδιο
παγκρεατικός/pancreatic
παγκρεατικός ασκίτης
παγκρεατικός όγκος, όγκος του παγκρέατος
παγκρεατικός χυμός
Σχετικά κείμενα
4 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.39 δευτερόλεπτα