'αναπαραγωγική ηλικία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αναπαραγωγική ηλικία
Αγγλικά : reproductive age
Α. προπτυχιακός -ή -ό
Σημασία : α. που έχει σχέση με τις σπουδές πριν από τη λήψη του βασικού πτυχίου: Προπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις προπτυχιακές σπουδές: ~ φοιτητής. γ. (ως ουσ.) ο προπτυχιακός, αυτός που κάνει προπτυχιακές σπουδές.
Ετυμολογία : λόγ. προ- πτυχί(ον) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
προπτυχιακός/second cycle
Σχετικά κείμενα
25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.60 δευτερόλεπτα