'παράγοντας'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : αβιοτικός παράγοντας
Α. συστολικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στη φυσιολογική συστολή11β. ANT διαστολικός: Συστολική πίεση, η μέγιστη αρτηριακή πίεση, το μάξιμουμ. Συστολικό φύσημα, που ακούγεται κατά τη συστολή της καρδιάς.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. systolique < ελνστ. συστολ(ή) (δες συστολή11β) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
συστολικός/systolic
Σχετικά κείμενα
18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.28 δευτερόλεπτα