Αναζήτηση / Search

  

 

'παρασιτικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παρασιτικός
Αγγλικά : parasitic


Α. παρασιτικός -ή -ό

Σημασία : 1. που αναφέρεται, που οφείλεται σε παράσιτοI1 ή που έχει χαρακτήρα παράσιτου: Παρασιτικές ασθένειες. Παρασιτικοί οργανισμοί. 2. (μτφ.) που αναφέρεται σε άτομο που ζει σε βάρος των άλλων: Παρασιτικά επαγγέλματα. παρασιτικά EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. parasitique (στη νέα σημ.) < λατ. parasiticus < ελνστ. παρασιτικός `που χαρακτηρίζει τον παράσιτο΄

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

παρασιτική διάρροια, διάρροια από παράσιταπαρασιτική κνήφηπαρασιτική κύστηπαρασιτική λοίμωξη, λοίμωξη από το παράσιτο, λοίμωξη από τα παράσιταπαρασιτική νόσος



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.12 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία