'χορεία'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : χορεία
Αγγλικά : chorea
Σημασία : Ακανόνιστες, μη ρυθμικές, απότομες κινήσεις, οι οποίες επιτείνονται κατά τις εκούσιες κινήσεις και τις καθιστούν αδέξιες.
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
βασιλική φλέβα
βασιλικό κολλέγιο
βασιλικός/basil
βασιλικός/royal
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.31 δευτερόλεπτα