'ισθμική αορτική στένωση, στένωση του ισθμού της αορτής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ισθμική αορτική στένωση, στένωση του ισθμού της αορτής
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αριστερός ηπατικός πόρος
δεξιός ηπατικός πόρος
ηπατική αγγειογραφία, αγγειογραφία του ήπατος
ηπατική αμοιβάδωση, αμοιβάδωση του ήπατος
ηπατική αναγέννηση, αναγέννηση του ήπατος
ηπατική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια του ήπατος
ηπατική αρτηρία
ηπατική βιοψία
ηπατική δοκιμασία
ηπατική δυσλειτουργία
ηπατική εγκεφαλοπάθεια
ηπατική ευαισθησία, ευαισθησία του ήπατος
ηπατική ίνωση, ίνωση του ήπατος
ηπατική κάθαρση
ηπατική καντιντίαση, καντιντίαση του ήπατος
ηπατική κυκλοφορία
ηπατική κύστη
ηπατική λειτουργία, λειτουργία του ήπατος
ηπατική μετάσταση, μετάσταση στο ήπαρ
ηπατική νέκρωση, νέκρωση του ήπατος
ηπατική νεογλυκογένεση
ηπατική πορφυρία
ηπατική συμφόρηση, συμφόρηση του ήπατος
ηπατική φλέβα
ηπατικό αγγείο, αγγείο του ήπατος
ηπατικό αδένωμα, αδένωμα του ήπατος
ηπατικό απόστημα, απόστημα του ήπατος
ηπατικό γλυκογόνο
ηπατικό ένζυμο, ένζυμο του ήπατος
ηπατικό κώμα
ηπατικό νεόπλασμα, νεόπλασμα του ήπατος
ηπατικό παρέγχυμα, παρέγχυμα του ήπατος
ηπατικός/hepatic
ηπατικός έλεγχος
ηπατικός καταβολισμός
ηπατικός μεταβολισμός
ηπατικός όγκος, όγκος του ήπατος
ηπατικός πόρος
ηπατοκύτταρο, ηπατικό κύτταρο
ηπατοπάθεια, νόσος του ήπατος, ηπατική νόσος
ηπατοτοξικότητα, ηπατική τοξικότητα, τοξικότητα στο ήπαρ
καρκίνος του ήπατος, ηπατικός καρκίνος
κεραυνοβόλος ηπατική ανεπάρκεια
κίρρωση, κίρρωση ήπατος, ηπατική κίρρωση
κοινός ηπατικός πόρος
λοβός του ήπατος, ηπατικός λοβός
μεταμόσχευση ήπατος, ηπατική μεταμόσχευση
πύλη του ήπατος, ηπατική πύλη
στεάτωση του ήπατος, ηπατική στεάτωση
συγγενής ηπατική ίνωση
χρόνια ηπατική ανεπάρκεια
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.06 δευτερόλεπτα