Αναζήτηση / Search
'νεογνικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : νεογνικόςΑγγλικά : neonatalΑ. νεογνικός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα. Ετυμολογία : λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςνεογνική ηλικίανεογνική θνησιμότητανεογνική λοίμωξη, λοίμωξη του νεογνούνεογνική μηνιγγίτιδα, μηνιγγίτιδα των νεογνώννεογνική περίοδοςνεογνική σηψαιμίανεογνική υπογλυκαιμίανεογνική υπομαγνησιαιμίανεογνικό αντανακλαστικόνεογνικός έρπηταςνεογνικός θάνατος, θάνατος του νεογνού, θάνατος των νεογνώννεογνικός ίκτερος, ίκτερος του νεογνού, ίκτερος των νεογνώννεογνικός σπασμόςνεογνικός τέτανος, τέτανος του νεογνού, τέτανος των νεογνώνπαροδικός νεογνικός υποπαραθυρεοειδισμός
Σχετικά κείμενα 41 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.14 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×