'ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : νεογνικός
Αγγλικά : neonatal
Α. νεογνικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με το νεογνό: ~ ίκτερος. Nεογνική θνησιμότητα.
Ετυμολογία : λόγ. νεογν(όν) -ικός μτφρδ. γαλλ. néo-natal (néo- = νεο-)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
νεογνικός/neonatal
Σχετικά κείμενα
41 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.37 δευτερόλεπτα