'ιδιοπαθής υπέρταση, πρωτοπαθής υπέρταση'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : νευρολογικός
Αγγλικά : neurologic
Α. νευρολογικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με τη νευρολογία: Nευρολογική κλινική / εξέταση. νευρολογικά EΠIPP: Eξετάζω κπ. ~.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. névrologique, neurologique < névrolog(ie), neurolog(ie) = νευρολογ(ία) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
νευρολογικός/neurologic
Σχετικά κείμενα
50 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.84 δευτερόλεπτα