Αναζήτηση / Search

  

 

'αιμορροϊδικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αιμορροϊδικός


Α. αιμορροϊδικός -ή -ό

Σημασία : 1.που αναφέρεται στις αιμορροΐδες ή που έχει σχέση με αυτές: Aιμορροϊδικές αρτηρίες. 2. που πάσχει από αιμορροΐδες: Eίναι ~. || (ως ουσ.).

Ετυμολογία : λόγ. αιμορροϊδ- (δες αιμορροΐδα) -ικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αιμορροϊδικό φλεβικό πλέγμα



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 1.26 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία